- ἤνιδε
- ἀνά-εἶδονseeaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηνίδε — ἠνίδε (Α) (επίρρ. ἤν + ἴδε) βλ. ην (ΙΙ) … Dictionary of Greek
ἠνίδε — ἤν if haply indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνίδ' — ἠνίδε , ἤν if haply indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ην — (I) ἤν (Α) (υποθ. σύνδ. συνηρ. αντί τού εἰ ἄν) βλ. αν και εάν. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αν (ΙΙ)]. (II) ἤν και ἠνί (Α) (επιφών. συχνά συνοδευόμενο από το ιδού ή το ιδέ, ηνίδε) ε, ιδές, κοίτα, ιδού, να («ἤν, οὐχ ἡδύ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφών. που… … Dictionary of Greek